- άφρισμα
- τό1) вспенивание; 2) перен. ярость, гнев
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άφρισμα — άφρισμα, το και αφρισμός, ο το να αφρίζει κάτι: Τι άφρισμα της θάλασσας ήταν αυτό σήμερα! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφρισμός — ο και άφρισμα, το (Μ ἀφρισμός) δημιουργία, παραγωγή αφρών … Dictionary of Greek
αφρός — Η συνάθροιση μικροσκοπικών φυσαλίδων που σχηματίζονται στην επιφάνεια του νερού ή άλλων υγρών, εξαιτίας διαφόρων αιτιών. Είναι μία κολλοειδής αιώρηση ενός αερίου μέσα σε ένα υγρό. Για να σχηματιστεί α. στην επιφάνεια του νερού, για παράδειγμα,… … Dictionary of Greek